- Φωκαιεύς
- -έως, ο, ΝΑ, και αττ. τ. Φωκαεύς, -έως, Αο κάτοικος τής Φώκαιας, πόλης τής Μικράς Ασίαςαρχ.(με σημ. επιθ.) αυτός που προέρχεται από την παραπάνω πόλη, φωκαϊκός («λαβὼν τριακόσιους στατῆρας Φωκαεῑς», Δημοσθ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < Φώκαια + κατάλ. -εύς*].
Dictionary of Greek. 2013.