Φωκαιεύς

Φωκαιεύς
-έως, ο, ΝΑ, και αττ. τ. Φωκαεύς, -έως, Α
ο κάτοικος τής Φώκαιας, πόλης τής Μικράς Ασίας
αρχ.
(με σημ. επιθ.) αυτός που προέρχεται από την παραπάνω πόλη, φωκαϊκός («λαβὼν τριακόσιους στατῆρας Φωκαεῑς», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φώκαια + κατάλ. -εύς*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Φωκαιεύς — Phocaea masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φωκαιεῖς — Φωκαιεύς Phocaea masc acc pl Φωκαιεύς Phocaea masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φωκαιῆς — Φωκαιεύς Phocaea masc nom pl Φωκαιεύς Phocaea masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φωκαιεῦσι — Φωκαιεύς Phocaea masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φωκαιεῦσιν — Φωκαιεύς Phocaea masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φωκαιᾶς — Φωκαιεύς Phocaea masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φωκαιέες — Φωκαιεύς Phocaea masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φωκαεῖς — Φωκᾱεῖς , Φωκαιεύς Phocaea masc acc pl (attic) Φωκᾱεῖς , Φωκαιεύς Phocaea masc nom/voc pl (attic parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φωκαιέων — Φώκαια Phocaea fem gen pl (epic ionic) Φωκαίη fem gen pl (epic ionic) Φωκαιεύς Phocaea masc gen pl Φωκαιέω̆ν , Φωκαιεύς Phocaea masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φωκαῆς — Φωκᾱῆς , Φωκαιεύς Phocaea masc nom pl (attic) Φωκᾱῆς , Φωκαιεύς Phocaea masc nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”